διαφωνία

διαφωνία
Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι φθόγγοι, δηλαδή, αντί να τείνουν προς τη λύση τους, διατηρούνται σε μια κατάσταση αρμονικής ανησυχίας. Ανάλογα με τα αρμονικά συστήματα –παλαιότερα ή πιο σύγχρονα– η επιστημονική διαφορά μεταξύ δ. και συμφωνίας είναι καθαρά θεωρητική. Πρόκειται μάλλον για ζήτημα υποκειμενικής αισθητικής, η οποία οφείλεται σε μακρόχρονη μουσική πρακτική εξάσκηση. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ορισμένες συγχορδίες σε συμφωνίες του Μότσαρτ και του Μπετόβεν θεωρήθηκαν διάφωνες, και μάλιστα διορθώθηκαν στην εκτέλεση, γιατί στάθηκε αδύνατον να γίνουν αισθητοί οι αρμονικοί νεωτερισμοί των συνθετών αυτών και ακόμα γιατί ως δ. θεωρήθηκαν αρμονικές σχέσεις που δεν διέπονταν από τα εκάστοτε γνωστά παραδοσιακά σχήματα. Όσο για τη σχέση μεταξύ δ. και συμφωνίας, θεωρητικά έφτασε να αποτελεί κριτήριο για τον διαχωρισμό της μουσικής σε τονική και ατονική, διάκριση που ξεπεράστηκε αργότερα από τη δωδεκαφωνία (ή δωδεκάφθογγο σύστημα), σύμφωνα με την οποία και οι δώδεκα φθόγγοι της χρωματικής κλίμακας έχουν την ίδια ακριβώς αξία από αρμονική άποψη. (Τεχνολ.) Στην τηλεπικοινωνία, δ. ονομάζεται το φαινόμενο επαγωγής κατά το οποίο μεταφέρεται ηλεκτρική ενέργεια από μια τηλεπικοινωνιακή γραμμή σε κάποια άλλη που βρίσκεται κοντά της. H δ. μπορεί να εμφανιστεί σε γειτονικές, εναέριες ή καλωδιακές τηλεφωνικές γραμμές, πολλές φορές σε περισσότερα από ένα σημεία της κοινής τους διαδρομής. Το κύκλωμα από το οποίο μεταφέρεται η ηλεκτρική ενέργεια ονομάζεται κύκλωμα παρενόχλησης και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μεταβιβάζει κατανοητούς ήχους στο κύκλωμα που παρενοχλείται, οπότε η δ. ονομάζεται καταληπτή (αλλιώς χαρακτηρίζεται ακατάληπτη). H δ., ανεξάρτητα από το είδος της, υποβιβάζει την ποιότητα της τηλεφωνικής μετάδοσης και γι’ αυτό γίνονται πολλές προσπάθειες για την εξάλειψή της. Στη ραδιοφωνία, ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται, όταν η ενέργεια ενός ισχυρού πομπού παρεμβάλλεται στη λήψη κάποιου άλλου ασθενέστερου, που διαφέρει στο μήκος κύματος, αλλά τότε το φαινόμενο χαρακτηρίζεται παρεμβολή. Παραδείγματα διαφωνιών και συμφωνιών: 1) XXVII Σονάτα του Ντομένικο Σκαρλάτι, 2) «La puerta del vino» (Η πόρτα του κρασιού) από το δεύτερο βιβλίο με τα πρελούδια του Κλοντ Ντεμπισί.
* * *
η (Α διαφωνία, Μ και διαφώνησις)
1. έλλειψη συμφωνίας, παραφωνία
2. διάσταση γνωμών, διχογνωμία
αρχ.
1. (για λόγο) παράλογη σύνθεση, αντίφαση
2. (για πρόσωπα) ανακολουθία (π.χ. λόγων-πράξεων).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαφωνία — διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc/acc dual διαφωνίᾱ , διαφωνία discord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίᾳ — διαφωνίαι , διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνία — η διάσταση απόψεων, ασυμφωνία: Ο υπουργός παραιτήθηκε, αφού πρώτα εξέφρασε δημόσια τη διαφωνία του με την πολιτική της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωνίας — διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem acc pl διαφωνίᾱς , διαφωνία discord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαι — διαφωνία discord fem nom/voc pl διαφωνίᾱͅ , διαφωνία discord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαν — διαφωνίᾱν , διαφωνία discord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνιῶν — διαφωνία discord fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνίαις — διαφωνία discord fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”